- πολυτοκίᾳ
- πολυτοκίᾱͅ , πολυτοκίαfecundityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυτοκία — πολυτοκίᾱ , πολυτοκία fecundity fem nom/voc/acc dual πολυτοκίᾱ , πολυτοκία fecundity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτοκία — η, ΝΑ [πολύτοκος] η ιδιότητα τού πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ευφορία, γονιμότητα … Dictionary of Greek
πολυτοκίας — πολυτοκίᾱς , πολυτοκία fecundity fem acc pl πολυτοκίᾱς , πολυτοκία fecundity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτοκίαν — πολυτοκίᾱν , πολυτοκία fecundity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγονία — η, ΝΜΑ [πολύγονος] 1. μεγάλη γονιμότητα 2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek